ὀλοφυρτικός: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλοφυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, [[θρηνητικός]], παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3. | |lstext='''ὀλοφυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, [[θρηνητικός]], παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to lamentation, querulous, Arist.EN1125a9. Adv. -κῶς J.BJ6.5.3.
German (Pape)
[Seite 327] zum Wehklagen gehörig, geneigt, klagend, kläglich, Arist. eth. 4, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, θρηνητικός, παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plaintif, qui se lamente.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.