νυός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυός''': [ῠ], -οῦ, ἡ, [[νύμφη]], γυνὴ τοῦ υἱοῦ, Ἰλ. Χ. 65, Ὀδ. Γ. 451· ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, πᾶσα γυνὴ ἐσχετισμένη διὰ γάμου, Ἰλ. Γ. 49, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 136· πρβλ. [[γαμβρός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], [[νύμφη]], [[σύζυγος]], γυνὴ [[ἔγγαμος]], Θεόκρ. 18. 15· καλὴ νυὲ Ἀνθ. Π. 12. 53· πρβλ. Valck. Adon. σ. 371C, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[γαμβρός]]. - Ὁ [[τύπος]] ἐνυὸς (οὐχὶ ἐννυὸς) στηρίζεται εἰς διάφ. τινα γραφὴν παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 32, [[ἔνθα]] ὁ Bekk. [[νυός]]. (Ἔχει ἀποβληθῇ ἀρκτικὸν σ ἐν τῇ λέξει νυὸς καὶ τῇ Λατ. nurus· πρβλ. Σανσκρ. snushâ· Ἀρχ. Γερμ. snur· Ἀγγλο-Σαξον. snor· Σλαυ. snucha).
|lstext='''νυός''': [ῠ], -οῦ, ἡ, [[νύμφη]], γυνὴ τοῦ υἱοῦ, Ἰλ. Χ. 65, Ὀδ. Γ. 451· ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, πᾶσα γυνὴ ἐσχετισμένη διὰ γάμου, Ἰλ. Γ. 49, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 136· πρβλ. [[γαμβρός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], [[νύμφη]], [[σύζυγος]], γυνὴ [[ἔγγαμος]], Θεόκρ. 18. 15· καλὴ νυὲ Ἀνθ. Π. 12. 53· πρβλ. Valck. Adon. σ. 371C, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[γαμβρός]]. - Ὁ [[τύπος]] ἐνυὸς (οὐχὶ ἐννυὸς) στηρίζεται εἰς διάφ. τινα γραφὴν παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 32, [[ἔνθα]] ὁ Bekk. [[νυός]]. (Ἔχει ἀποβληθῇ ἀρκτικὸν σ ἐν τῇ λέξει νυὸς καὶ τῇ Λατ. nurus· πρβλ. Σανσκρ. snushâ· Ἀρχ. Γερμ. snur· Ἀγγλο-Σαξον. snor· Σλαυ. snucha).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ἡ) :<br /><b>1</b> bru, belle-fille ; <i>p. ext.</i> toute parente par alliance;<br /><b>2</b> jeune épouse, jeune femme.<br />'''Étymologie:''' p. *σνυσός, cf. <i>lat.</i> nurus.
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠός Medium diacritics: νυός Low diacritics: νυός Capitals: ΝΥΟΣ
Transliteration A: nyós Transliteration B: nyos Transliteration C: nyos Beta Code: nuo/s

English (LSJ)

ἡ,

   A daughter-in-law, Il.22.65, Od.3.451, h.Ven.136 ; daughter-by-marriage of the race of which the husband is a son, Il.3.49.    II bride, wife, Theoc.18.15 ; cj. in AP12.53.5 (Mel.) :—ἐνυός is f.l. in Poll.3.32. (I.-E. σνῠσός, cf. Skt.snusā, OHG. snur, Lat. nurus, etc.)

Greek (Liddell-Scott)

νυός: [ῠ], -οῦ, ἡ, νύμφη, γυνὴ τοῦ υἱοῦ, Ἰλ. Χ. 65, Ὀδ. Γ. 451· ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, πᾶσα γυνὴ ἐσχετισμένη διὰ γάμου, Ἰλ. Γ. 49, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 136· πρβλ. γαμβρός. ΙΙ. καθόλου, νύμφη, σύζυγος, γυνὴ ἔγγαμος, Θεόκρ. 18. 15· καλὴ νυὲ Ἀνθ. Π. 12. 53· πρβλ. Valck. Adon. σ. 371C, καὶ ἴδε ἐν λέξ. γαμβρός. - Ὁ τύπος ἐνυὸς (οὐχὶ ἐννυὸς) στηρίζεται εἰς διάφ. τινα γραφὴν παρὰ Πολυδ. Γ΄, 32, ἔνθα ὁ Bekk. νυός. (Ἔχει ἀποβληθῇ ἀρκτικὸν σ ἐν τῇ λέξει νυὸς καὶ τῇ Λατ. nurus· πρβλ. Σανσκρ. snushâ· Ἀρχ. Γερμ. snur· Ἀγγλο-Σαξον. snor· Σλαυ. snucha).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
1 bru, belle-fille ; p. ext. toute parente par alliance;
2 jeune épouse, jeune femme.
Étymologie: p. *σνυσός, cf. lat. nurus.