ὀνοβάτις: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοβάτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων». | |lstext='''ὀνοβάτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui monte à âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ιδος, ἡ,
A riding on an ass, of an adulteress who was thus punished at Cumae, Plu.2.291e, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 347] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».