ὀχλίζω: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχλίζω''': μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - [[στόμα]] ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ [[στόμα]] βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, [[μετὰ]] σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225. | |lstext='''ὀχλίζω''': μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - [[στόμα]] ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ [[στόμα]] βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, [[μετὰ]] σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=soulever avec un levier, soulever avec peine, faire mouvoir péniblement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
A move by a lever, heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Il.12.448; οὐκ ἂν τόν γε [θυρεὸν] δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Od.9.242; [νήσους] ἐκ νεάτων ὤχλισσε Call.Del.33; νῆα διὲκ πέτρας A.R.4.962, etc.: for Nic.Al.226 v. διοχλίζω. II ὀχλιζομένων: συναγομένων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 430] = ὀχλεύω, 1) mit einem Hebel heben und wegschaffen, übh. mit Mühe fortschaffen, οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἅμαξαι – ὀχλίσσειαν, Od. 9, 242; τὸν (λίθον) δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε ῥηϊδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν, Il. 12, 448; sp. D., wie Orph. Arg. 236; στόμα ὀχλίζειν, den Mund mit Gewalt aufbrechen, Nic. Al. 225. – 2) (ὄχλος) das Volk zusammenrotten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλίζω: μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - στόμα ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ στόμα βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, μετὰ σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225.
French (Bailly abrégé)
soulever avec un levier, soulever avec peine, faire mouvoir péniblement, acc..
Étymologie: ὄχλος.