οὐδενόσωρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐδενόσωρος''': ον (ὥρα) [[ἀνάξιος]] φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· [[ὀστέον]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π][[πίων]] δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».
|lstext='''οὐδενόσωρος''': ον (ὥρα) [[ἀνάξιος]] φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· [[ὀστέον]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π][[πίων]] δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne mérite aucune attention, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδείς]], [[ὤρα]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδενόσωρος Medium diacritics: οὐδενόσωρος Low diacritics: ουδενόσωρος Capitals: ΟΥΔΕΝΟΣΩΡΟΣ
Transliteration A: oudenósōros Transliteration B: oudenosōros Transliteration C: oudenosoros Beta Code: ou)deno/swros

English (LSJ)

ον, (ὤρα)

   A worth no notice or regard, τείχεα . . ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.

German (Pape)

[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδενόσωρος: ον (ὥρα) ἀνάξιος φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· ὀστέον Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· ἐντεῦθεν τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π]πίων δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne mérite aucune attention, méprisable.
Étymologie: οὐδείς, ὤρα.