ὀψωνέω: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψωνέω''': [[ἀγοράζω]] τὰ πρὸς τροφὴν ἀναγκαῖα, κοινῶς «ψωνίζω», [[κυρίως]] δὲ ἰχθῦς, ὀψωνεῖν ἔοιχ’ [[ἄνθρωπος]] ἐπὶ τυραννίδι Ἀριστοφ. Σφ. 495· μετ’ αἰτ., τριχίδας ὀψ. Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 16· καρκίνους Ἀριστοφ. Σφ. 1506· ὑπογάστρια Ἀντιφάνης ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἀγοράζω]] τρόφιμα, «ψωνίζω», Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1· παροιμ., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ [[κρέας]] παρὰ Πλουτ. 2. 709Α. | |lstext='''ὀψωνέω''': [[ἀγοράζω]] τὰ πρὸς τροφὴν ἀναγκαῖα, κοινῶς «ψωνίζω», [[κυρίως]] δὲ ἰχθῦς, ὀψωνεῖν ἔοιχ’ [[ἄνθρωπος]] ἐπὶ τυραννίδι Ἀριστοφ. Σφ. 495· μετ’ αἰτ., τριχίδας ὀψ. Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 16· καρκίνους Ἀριστοφ. Σφ. 1506· ὑπογάστρια Ἀντιφάνης ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἀγοράζω]] τρόφιμα, «ψωνίζω», Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1· παροιμ., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ [[κρέας]] παρὰ Πλουτ. 2. 709Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire des provisions de bouche, <i>particul.</i> de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψώνης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
A buy fish and other dainties, ὀψωνεῖν ἔοιχ' ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι Ar.V.495: c. acc., τριχίδας ὀ. Eup.154; καρκίνους Ar.V.1506; ὑπογάστρια Antiph.192.1, etc.: generally, buy victuals, cater, X.Mem.3.14.1: prov., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας ap.Plu.2.709a.
German (Pape)
[Seite 434] Zukost, Fische einkaufen; Ar. Vesp. 495. 1506; Eubul. bei Ath. III, 108 d; ἐπαύοντο πολλοῦ ὀψωνοῦντες, Xen. Mem. 3, 14, 1. Sprichwörtlich Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας, Plut. Symp. 7, 5; die Beziehung auf Fische ist recht deutlich in Antiphan. bei Ath. VI, 224 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνέω: ἀγοράζω τὰ πρὸς τροφὴν ἀναγκαῖα, κοινῶς «ψωνίζω», κυρίως δὲ ἰχθῦς, ὀψωνεῖν ἔοιχ’ ἄνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι Ἀριστοφ. Σφ. 495· μετ’ αἰτ., τριχίδας ὀψ. Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 16· καρκίνους Ἀριστοφ. Σφ. 1506· ὑπογάστρια Ἀντιφάνης ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· ― καθόλου, ἀγοράζω τρόφιμα, «ψωνίζω», Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1· παροιμ., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας παρὰ Πλουτ. 2. 709Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire des provisions de bouche, particul. de poisson.
Étymologie: ὀψώνης.