πάμπλειστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάμπλειστος''': -η, -ον, [[πλεῖστος]] [[ὅσος]], ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16. | |lstext='''πάμπλειστος''': -η, -ον, [[πλεῖστος]] [[ὅσος]], ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />v. [[πάμπολυς]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πλεῖστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A in large quantity, number, χρήματα Hdn.5.6.5; ἄργυρος Ael.NA10.50; πάμπλειστα δαπανήσας D.C.76.16.
German (Pape)
[Seite 454] superl. zu πάμπολυς.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπλειστος: -η, -ον, πλεῖστος ὅσος, ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16.