παρεπιστρέφω: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεπιστρέφω''': ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ [[βλέπω]] [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23. | |lstext='''παρεπιστρέφω''': ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ [[βλέπω]] [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se tourner de côté, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐπιστρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
intr.,
A turn aside, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Eratosth. ap.Str.17.1.2, cf. Marcian.1.11. IIPass., turn in passing and look at, Plu.2.521b, D.L.2.23.
German (Pape)
[Seite 517] daneben umkehren; med. sich im Vorbeigehen wonach umwenden, bes. um wonach hinzusehen, D. L. 2, 23; Plut. de cur. 12. So auch das act., παρεπιστρέφων μικρὸν πρὸς τὴν ἕω, Strab. 17, 1 A.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιστρέφω: ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ βλέπω ὀπίσω, Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23.
French (Bailly abrégé)
se tourner de côté, avec πρός et l’acc..
Étymologie: παρά, ἐπιστρέφω.