παρεπιστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεπιστρέφω''': ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ [[βλέπω]] [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23.
|lstext='''παρεπιστρέφω''': ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ [[βλέπω]] [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23.
}}
{{bailly
|btext=se tourner de côté, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐπιστρέφω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεπιστρέφω Medium diacritics: παρεπιστρέφω Low diacritics: παρεπιστρέφω Capitals: ΠΑΡΕΠΙΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: parepistréphō Transliteration B: parepistrephō Transliteration C: parepistrefo Beta Code: parepistre/fw

English (LSJ)

intr.,

   A turn aside, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Eratosth. ap.Str.17.1.2, cf. Marcian.1.11.    IIPass., turn in passing and look at, Plu.2.521b, D.L.2.23.

German (Pape)

[Seite 517] daneben umkehren; med. sich im Vorbeigehen wonach umwenden, bes. um wonach hinzusehen, D. L. 2, 23; Plut. de cur. 12. So auch das act., παρεπιστρέφων μικρὸν πρὸς τὴν ἕω, Strab. 17, 1 A.

Greek (Liddell-Scott)

παρεπιστρέφω: ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ βλέπω ὀπίσω, Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23.

French (Bailly abrégé)

se tourner de côté, avec πρός et l’acc..
Étymologie: παρά, ἐπιστρέφω.