πέλεθος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλεθος''': ὁ, ἀνθρωπίνη [[κόπρος]], περίττωμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1169, Ἐκκλ. 595· [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν οὐχὶ Ἀττ. τύπον, [[σπέλεθος]], ὃν μνημονεύει ὁ Μοῖρις σ. 310.
|lstext='''πέλεθος''': ὁ, ἀνθρωπίνη [[κόπρος]], περίττωμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1169, Ἐκκλ. 595· [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν οὐχὶ Ἀττ. τύπον, [[σπέλεθος]], ὃν μνημονεύει ὁ Μοῖρις σ. 310.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />excrément.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[σπέλεθος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεθος Medium diacritics: πέλεθος Low diacritics: πέλεθος Capitals: ΠΕΛΕΘΟΣ
Transliteration A: pélethos Transliteration B: pelethos Transliteration C: pelethos Beta Code: pe/leqos

English (LSJ)

ὁ,

   A ordure, dung, Ar.Ach. 1170, Ec.595 (σπέλεθος codd., cf. Moer.p.310 P.) : pl., πελέθοις βοῶν S. Ichn.414.

German (Pape)

[Seite 550] ὁ, auch σπέλεθος, Menschenkoth, Ar. Ach. 1169 Eccl. 591 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεθος: ὁ, ἀνθρωπίνη κόπρος, περίττωμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1169, Ἐκκλ. 595· ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν οὐχὶ Ἀττ. τύπον, σπέλεθος, ὃν μνημονεύει ὁ Μοῖρις σ. 310.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG v. σπέλεθος.