περαίωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περαίωσις''': ἡ, ([[περαιόω]]) διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν [[ἐκεῖθεν]] περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· [[τέλος]], [[αὐτόθι]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389. | |lstext='''περαίωσις''': ἡ, ([[περαιόω]]) διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν [[ἐκεῖθεν]] περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· [[τέλος]], [[αὐτόθι]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer au delà, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[περαιόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crossing over, Str.12.5.1,al., Plu.Tim.16.
German (Pape)
[Seite 562] ἡ, das Uebersetzen, Philostr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περαίωσις: ἡ, (περαιόω) διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν ἐκεῖθεν περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· τέλος, αὐτόθι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de passer au delà, trajet.
Étymologie: περαιόω.