περιέλευσις: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιέλευσις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]]. | |lstext='''περιέλευσις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’aller autour.<br />'''Étymologie:''' περιελεύσομαι, <i>f. de</i> [[περιέρχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A coming or going round, dub. in Plu.2.916d(pl.), cf. περιέλασις : gloss on περίοδος, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλευσις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’aller autour.
Étymologie: περιελεύσομαι, f. de περιέρχομαι.