περιβιόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιβιόω''': ἐπιζῶ, Πλουτ. Κοριολ. 11, Ἀντών. 53. ΙΙ. μεταβ., ἐν τῷ μέλλ., διατηρῶ τινα ἐν τῇ ζωῇ, διάφ. γραφ. ἐν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΒϳ, 18). | |lstext='''περιβιόω''': ἐπιζῶ, Πλουτ. Κοριολ. 11, Ἀντών. 53. ΙΙ. μεταβ., ἐν τῷ μέλλ., διατηρῶ τινα ἐν τῇ ζωῇ, διάφ. γραφ. ἐν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΒϳ, 18). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />survivre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βιόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A survive, aor. inf. -βιῶναι Plu.Cor.11 : fut. inf. -βιώσεσθαι Id.Ant.53; τὴν παροῦσαν ἡμέραν -βεβιωκότες LXX 3 Ma.5.18. II trans., in fut., keep alive, v.l. in ib.Ex.22.18(17) cod. A.
German (Pape)
[Seite 570] (s. βιόω), überleben, Plut. Ant. 53 Cor. 11; – trans., im Leben erhalten, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
περιβιόω: ἐπιζῶ, Πλουτ. Κοριολ. 11, Ἀντών. 53. ΙΙ. μεταβ., ἐν τῷ μέλλ., διατηρῶ τινα ἐν τῇ ζωῇ, διάφ. γραφ. ἐν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΒϳ, 18).