πέλεκκον: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέλεκκον''': τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, ([[πέλεκυς]]) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι [[ξύλον]] εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον». | |lstext='''πέλεκκον''': τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, ([[πέλεκυς]]) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι [[ξύλον]] εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />manche de hache.<br />'''Étymologie:''' [[πέλεκυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, or πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς)
A axe-handle, Il.13.612, cf. Poll. 10.146, Hsch.
German (Pape)
[Seite 550] τό, Griff oder Stiel der Art, Il. 13, 612.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεκκον: τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι ξύλον εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
manche de hache.
Étymologie: πέλεκυς.