τεράτευμα: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεράτευμα''': τό, τετατούργημα, τετατολόγημα, Ἀριστοφ. Λυσ. 762, Διον. Ἁλ., κλπ. | |lstext='''τεράτευμα''': τό, τετατούργημα, τετατολόγημα, Ἀριστοφ. Λυσ. 762, Διον. Ἁλ., κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />prestige, duperie.<br />'''Étymologie:''' [[τερατεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A juggling trick, Ar.Lys.762, D.H.2.19, etc.
German (Pape)
[Seite 1092] τό, Gaukelei, Ar. Lys. 762.
Greek (Liddell-Scott)
τεράτευμα: τό, τετατούργημα, τετατολόγημα, Ἀριστοφ. Λυσ. 762, Διον. Ἁλ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
prestige, duperie.
Étymologie: τερατεύομαι.