τιτθός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τιτθός''': ὁ, (*θάω) ὁ μαστὸς ἢ ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γυναικός, κοινῶς «ῥῶγα τοῦ βυζιοῦ» - «τιτθοί· μαστοὶ ἢ τῶν μαζῶν τὰ [[ἄκρα]]» (Φώτ.), Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ἀριστοφ. Θεσμ. 640, Λυσίας 92. 32, 38· σπανίως ἡ τοῦ ἀνδρός, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 573· «οἱ δὲ μαστοὶ καὶ τιτθοὶ καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Β΄, 163: ΙΙ. ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, ὡς τὸ [[τροφός]], Φίλων 1. 166, πρβλ. [[τίτθη]].
|lstext='''τιτθός''': ὁ, (*θάω) ὁ μαστὸς ἢ ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γυναικός, κοινῶς «ῥῶγα τοῦ βυζιοῦ» - «τιτθοί· μαστοὶ ἢ τῶν μαζῶν τὰ [[ἄκρα]]» (Φώτ.), Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ἀριστοφ. Θεσμ. 640, Λυσίας 92. 32, 38· σπανίως ἡ τοῦ ἀνδρός, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 573· «οἱ δὲ μαστοὶ καὶ τιτθοὶ καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Β΄, 163: ΙΙ. ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, ὡς τὸ [[τροφός]], Φίλων 1. 166, πρβλ. [[τίτθη]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bout de sein.<br />'''Étymologie:''' R. Θα, sucer, têter.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτθός Medium diacritics: τιτθός Low diacritics: τιτθός Capitals: ΤΙΤΘΟΣ
Transliteration A: titthós Transliteration B: titthos Transliteration C: titthos Beta Code: titqo/s

English (LSJ)

ὁ, a woman's

   A breast, Hp.Aph.5.40, Ar.Th.640, Lys.1.10, IG22.1534.223,281; ἡ θηλὴ τοῦ τ. Gal.UP15.7: rarely the male breast, Id.4.600, AP12.95 (Mel.): pl., of an animal's teats, Gal.6.673,684; οἱ ἐν τοῖς τ. ἀδένες καλοῦνται οὔθατα ib.774.    II nurser, rearer, = τροφός, Ph.1.166 (v.l. for τιτθαί); cf. τίτθη.

German (Pape)

[Seite 1121] ὁ, = τιτθή, Brustwarze, Mutterbrust; Ar. Th. 640; τιτθὸν δοῦναι παιδίῳ, Lys. 1, 10. Seltener von der männlichen Brust, Jac. A. P. 753. – Auch = τροφός, Nährer, Pfleger.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθός: ὁ, (*θάω) ὁ μαστὸς ἢ ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γυναικός, κοινῶς «ῥῶγα τοῦ βυζιοῦ» - «τιτθοί· μαστοὶ ἢ τῶν μαζῶν τὰ ἄκρα» (Φώτ.), Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ἀριστοφ. Θεσμ. 640, Λυσίας 92. 32, 38· σπανίως ἡ τοῦ ἀνδρός, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 573· «οἱ δὲ μαστοὶ καὶ τιτθοὶ καλοῦνται» Πολυδ. Β΄, 163: ΙΙ. ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, ὡς τὸ τροφός, Φίλων 1. 166, πρβλ. τίτθη.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bout de sein.
Étymologie: R. Θα, sucer, têter.