περιχειλόω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχειλόω''': [[περιβάλλω]] τι ὁλόγυρα μὲ χείλη, περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται (οἱ λίθοι) Ξεν. Ἱππ. 4, 4.
|lstext='''περιχειλόω''': [[περιβάλλω]] τι ὁλόγυρα μὲ χείλη, περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται (οἱ λίθοι) Ξεν. Ἱππ. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />entourer d’un rebord.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χεῖλος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχειλόω Medium diacritics: περιχειλόω Low diacritics: περιχειλόω Capitals: ΠΕΡΙΧΕΙΛΟΩ
Transliteration A: pericheilóō Transliteration B: pericheiloō Transliteration C: pericheiloo Beta Code: perixeilo/w

English (LSJ)

   A edge round, σιδήρῳ with iron, X.Eq.4.4.

German (Pape)

[Seite 600] rings einfassen, mit einem Rande umgeben, Xen. Equ. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιχειλόω: περιβάλλω τι ὁλόγυρα μὲ χείλη, περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται (οἱ λίθοι) Ξεν. Ἱππ. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
entourer d’un rebord.
Étymologie: περί, χεῖλος.