προκέλευθος: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκέλευθος''': -ον, προηγούμενος, [[πρόδρομος]], [[προάγγελος]], τινος Μόσχ. 2. 147· [[χρεμέτισμα]] γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. [[ἡμέρα]] Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. | |lstext='''προκέλευθος''': -ον, προηγούμενος, [[πρόδρομος]], [[προάγγελος]], τινος Μόσχ. 2. 147· [[χρεμέτισμα]] γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. [[ἡμέρα]] Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui précède, précurseur.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κέλευθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn.D.11.419.
German (Pape)
[Seite 730] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.
Greek (Liddell-Scott)
προκέλευθος: -ον, προηγούμενος, πρόδρομος, προάγγελος, τινος Μόσχ. 2. 147· χρεμέτισμα γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. ἡμέρα Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.