σιδηρεύς: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρεύς''': έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν [[σίδηρον]], [[σιδηρουργός]], Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6. | |lstext='''σῐδηρεύς''': έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν [[σίδηρον]], [[σιδηρουργός]], Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />forgeron.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A worker in iron, smith, X.Ages.1.26, Vect.4.6, Aret.SD1.11, Them.Or.20.236 d.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, Eisenarbeiter, Schmied; Xen. Ages. 1, 26 Vect. 4, 6; Poll. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρεύς: έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν σίδηρον, σιδηρουργός, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
forgeron.
Étymologie: σίδηρος.