πρόνομος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόνομος''': -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος ([[ὅπερ]] ἴδε)· [[καθόλου]], βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.
|lstext='''πρόνομος''': -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος ([[ὅπερ]] ἴδε)· [[καθόλου]], βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui paît en allant devant soi <i>ou</i> en allant çà et là.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[νέμω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόνομος Medium diacritics: πρόνομος Low diacritics: πρόνομος Capitals: ΠΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: prónomos Transliteration B: pronomos Transliteration C: pronomos Beta Code: pro/nomos

English (LSJ)

ον, (προνέμομαι)

   A grazing forward, opp.ὀπισθονόμος (q. v.): generally, π. βοτά grazing Herds, A.Supp.691 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 736] vorwärts weidend, βοτὰ πρόνομα, das Weidevieh, welches im Weiden vorwärts geht, Aesch. Suppl. 673.

Greek (Liddell-Scott)

πρόνομος: -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος (ὅπερ ἴδε)· καθόλου, βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paît en allant devant soi ou en allant çà et là.
Étymologie: πρό, νέμω.