πλεκτικός: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεκτικός''': -ή, -όν, ([[πλέκω]]) ὁ εἰς τὸ πλέκειν ἀνήκων, ἐνασχολούμενος, τέχναι Πλάτ. Νόμ. 670Α, πρβλ. Πολιτ. 283Β, 288D. ΙΙ. ὁ διατεθειμένος νὰ περιπλέκῃ ἢ νὰ περιπλέκηται, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 43. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 172. | |lstext='''πλεκτικός''': -ή, -όν, ([[πλέκω]]) ὁ εἰς τὸ πλέκειν ἀνήκων, ἐνασχολούμενος, τέχναι Πλάτ. Νόμ. 670Α, πρβλ. Πολιτ. 283Β, 288D. ΙΙ. ὁ διατεθειμένος νὰ περιπλέκῃ ἢ νὰ περιπλέκηται, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 43. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 172. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’art de tresser ; ἡ πλεκτική ([[τέχνη]]) l’art de tresser;<br /><b>2</b> propre à s’entrelacer, à s’unir par un enlacement.<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of, occupied with plaiting, αἱ π. τῶν τεχνῶν Pl.Lg.679a, cf. Plt.283b, 288d. II entangling or interlacing, Epicur.Ep.1p.8U. Adv. -κῶς Poll.7.172, Sch.Opp.H.2.376.
German (Pape)
[Seite 629] zum Flechten gehörig, damit beschäftigt; τέχναι, Plat. Legg. III, 679 c; καὶ τεκτονική, Polit. 288 d; Sp., auch adv., Schol. Opp. Hal. 2, 376; – zum Verwickeln geneigt, Epicur. bei D. L. 10. 43.
Greek (Liddell-Scott)
πλεκτικός: -ή, -όν, (πλέκω) ὁ εἰς τὸ πλέκειν ἀνήκων, ἐνασχολούμενος, τέχναι Πλάτ. Νόμ. 670Α, πρβλ. Πολιτ. 283Β, 288D. ΙΙ. ὁ διατεθειμένος νὰ περιπλέκῃ ἢ νὰ περιπλέκηται, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 43. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 172.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’art de tresser ; ἡ πλεκτική (τέχνη) l’art de tresser;
2 propre à s’entrelacer, à s’unir par un enlacement.
Étymologie: πλέκω.