ποθή: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποθή''': ἡ, = [[πόθος]], ἰσχυρὰ ἐπιθυμία [[πρός]] τινα, [[πόθος]], ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου [[πρός]] σε, Τ. 321. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἔλλειψις]], Ὀδ. Ο. 514, 546.
|lstext='''ποθή''': ἡ, = [[πόθος]], ἰσχυρὰ ἐπιθυμία [[πρός]] τινα, [[πόθος]], ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου [[πρός]] σε, Τ. 321. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἔλλειψις]], Ὀδ. Ο. 514, 546.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> regret, désir;<br /><b>2</b> manque de (qch).<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθή Medium diacritics: ποθή Low diacritics: ποθή Capitals: ΠΟΘΗ
Transliteration A: pothḗ Transliteration B: pothē Transliteration C: pothi Beta Code: poqh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = πόθος, c. gen., longing, desire for . ., ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose, π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7.    2 c. gen. rei, want of... ξενίων Od.15.514,546.

German (Pape)

[Seite 644] ἡ, = πόθος, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach; τινός, Il. 14, 368 u. öfter, Od. 2, 126. 15, 545; σῇ ποθῇ, aus Sehnsucht nach dir, 19, 321.

Greek (Liddell-Scott)

ποθή: ἡ, = πόθος, ἰσχυρὰ ἐπιθυμία πρός τινα, πόθος, ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου πρός σε, Τ. 321. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔλλειψις, Ὀδ. Ο. 514, 546.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 regret, désir;
2 manque de (qch).
Étymologie: πόθος.