ποθή: Difference between revisions
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποθή''': ἡ, = [[πόθος]], ἰσχυρὰ ἐπιθυμία [[πρός]] τινα, [[πόθος]], ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου [[πρός]] σε, Τ. 321. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἔλλειψις]], Ὀδ. Ο. 514, 546. | |lstext='''ποθή''': ἡ, = [[πόθος]], ἰσχυρὰ ἐπιθυμία [[πρός]] τινα, [[πόθος]], ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου [[πρός]] σε, Τ. 321. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἔλλειψις]], Ὀδ. Ο. 514, 546. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> regret, désir;<br /><b>2</b> manque de (qch).<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = πόθος, c. gen., longing, desire for . ., ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose, π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7. 2 c. gen. rei, want of... ξενίων Od.15.514,546.
German (Pape)
[Seite 644] ἡ, = πόθος, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach; τινός, Il. 14, 368 u. öfter, Od. 2, 126. 15, 545; σῇ ποθῇ, aus Sehnsucht nach dir, 19, 321.
Greek (Liddell-Scott)
ποθή: ἡ, = πόθος, ἰσχυρὰ ἐπιθυμία πρός τινα, πόθος, ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου πρός σε, Τ. 321. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔλλειψις, Ὀδ. Ο. 514, 546.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 regret, désir;
2 manque de (qch).
Étymologie: πόθος.