περισταυρόω: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισταυρόω''': ὀχυρώνω ὁλόγυρα διὰ σταυρωμάτων καὶ τάφρου, περιφράττω μὲ «παλούκια», Θουκ. 2. 75· ― Παθ., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 14· ― Μέσ., περισταυρωσάμενοι, περιχαρακωθέντες, ὀχυρωθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 3. 2, 2. | |lstext='''περισταυρόω''': ὀχυρώνω ὁλόγυρα διὰ σταυρωμάτων καὶ τάφρου, περιφράττω μὲ «παλούκια», Θουκ. 2. 75· ― Παθ., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 14· ― Μέσ., περισταυρωσάμενοι, περιχαρακωθέντες, ὀχυρωθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 3. 2, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />entourer de pieux <i>ou</i> d’une palissade, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισταυρόομαι-οῦμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σταυρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A fence about with, palisade, τινὰς δένδρεσιν Th.2.75 :— Pass., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο X.An.7.4.14 :—Med., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Id.HG3.2.2.
German (Pape)
[Seite 593] mit Pallisaden rings versehen, befestigen, Thuc. 2, 75 u. A. – Med., Xen. Hell. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
περισταυρόω: ὀχυρώνω ὁλόγυρα διὰ σταυρωμάτων καὶ τάφρου, περιφράττω μὲ «παλούκια», Θουκ. 2. 75· ― Παθ., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 14· ― Μέσ., περισταυρωσάμενοι, περιχαρακωθέντες, ὀχυρωθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 3. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer de pieux ou d’une palissade, acc.;
Moy. περισταυρόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, σταυρόω.