ὑποσχόμενος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποσχόμενος''': ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ὑπισχνέομαι]]· - ὑποσχών, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ὑπέχω]]. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521. | |lstext='''ὑποσχόμενος''': ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ὑπισχνέομαι]]· - ὑποσχών, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ὑπέχω]]. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><i>part. ao.2 de</i> [[ὑπισχνέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A v. ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχόμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπισχνέομαι· - ὑποσχών, ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπέχω. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 de ὑπισχνέομαι.