ὑποκλύζω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[κλύζω]], [[πλύνω]], [[καθαρίζω]] [[κάτωθεν]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ [[σῶμα]] ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ [[σῶμα]] διὰ κλύσματος [[κάτωθεν]], Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης [[πάντοθεν]], αἰδὼς καὶ ἀρετή».
|lstext='''ὑποκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[κλύζω]], [[πλύνω]], [[καθαρίζω]] [[κάτωθεν]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ [[σῶμα]] ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ [[σῶμα]] διὰ κλύσματος [[κάτωθεν]], Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης [[πάντοθεν]], αἰδὼς καὶ ἀρετή».
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> laver en dessous <i>ou</i> par le bas;<br /><b>2</b> submerger, inonder.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλύζω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλύζω Medium diacritics: ὑποκλύζω Low diacritics: υποκλύζω Capitals: ΥΠΟΚΛΥΖΩ
Transliteration A: hypoklýzō Transliteration B: hypoklyzō Transliteration C: ypoklyzo Beta Code: u(poklu/zw

English (LSJ)

   A wash from below, πόντος ὑ. χθονὸς ἕδρανα AP9.663 (Paul. Sil.); ὑ. τὸ σῶμα purge the body by a clyster, Plu.2.127c, cf. Hp.Morb.2.40; τὴν κοιλίην Aret.CA1.2; ὑ. τὴν πόλιν flush it, J.AJ 15.9.6.    II Pass., to be submerged, A.R.1.533 (s. v. l.): metaph., to be flooded with mischief, Luc.Nigr.16.

German (Pape)

[Seite 1220] von unten ausspülen, reinigen, τὸ σῶμα, durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Uebertr., ψυχῆς πάντοθεν ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλύζω: μέλλ. -ύσω, κλύζω, πλύνω, καθαρίζω κάτωθεν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ σῶμα ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ σῶμα διὰ κλύσματος κάτωθεν, Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν, αἰδὼς καὶ ἀρετή».

French (Bailly abrégé)

1 laver en dessous ou par le bas;
2 submerger, inonder.
Étymologie: ὑπό, κλύζω.