συναμιλλάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰμιλλάομαι''': ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ [[ἀγωνίζομαι]] [[ὁμοῦ]], δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.
|lstext='''συνᾰμιλλάομαι''': ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ [[ἀγωνίζομαι]] [[ὁμοῦ]], δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />lutter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁμιλλάομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰμιλλάομαι Medium diacritics: συναμιλλάομαι Low diacritics: συναμιλλάομαι Capitals: ΣΥΝΑΜΙΛΛΑΟΜΑΙ
Transliteration A: synamilláomai Transliteration B: synamillaomai Transliteration C: synamillaomai Beta Code: sunamilla/omai

English (LSJ)

Med.,

   A contend or struggle together, E.HF1206 (lyr., συναμιλλαταί 'rivals' Murray), Plu.2.786f.

German (Pape)

[Seite 999] dep. pass., mit Andern zugleich wetteifern; Eur. Herc. Fur. 1205; Plut. an seni 6.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰμιλλάομαι: ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 (ἔνθα ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
lutter ensemble.
Étymologie: σύν, ἁμιλλάομαι.