προεμπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεμπίπτω''': [[ἐμπίπτω]] πρότερον, ἡ βολὴ πρ. τῷ ὕδατι Ἡρόδ. 9. 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 948Α· προεμπίπτειν εἰς γνῶσιν, Διογ. Λ. 4. 39. | |lstext='''προεμπίπτω''': [[ἐμπίπτω]] πρότερον, ἡ βολὴ πρ. τῷ ὕδατι Ἡρόδ. 9. 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 948Α· προεμπίπτειν εἰς γνῶσιν, Διογ. Λ. 4. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προεμπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> προενέπεσον, <i>etc.</i><br />tomber auparavant dans <i>ou</i> sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐμπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A fall on or into before, ἡ βολὴ π. τῷ ὕδατι Hld.9.5; attack first, Ael.Tact.37.6; take the first step, εἰς γνῶσιν D.L.4.39. 2 protrude into, c. dat., Gal.UP 7.7; προεμπίπτει τὰ χείλη, of a bear trying to bite a net, Plu.2.918f.
German (Pape)
[Seite 719] (s. πίπτω), vorher hineinfallen, hineingerathen, Plut. de prim. fr. 7, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
προεμπίπτω: ἐμπίπτω πρότερον, ἡ βολὴ πρ. τῷ ὕδατι Ἡρόδ. 9. 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 948Α· προεμπίπτειν εἰς γνῶσιν, Διογ. Λ. 4. 39.
French (Bailly abrégé)
f. προεμπεσοῦμαι, ao.2 προενέπεσον, etc.
tomber auparavant dans ou sur, τινι.
Étymologie: πρό, ἐμπίπτω.