προσεγκαλέω: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεγκᾰλέω''': ἐγκαλῶ, κατηγορῶ [[προσέτι]], πρ. ὅτι... Διόδ. 14. 17· ὡς... Δίων Κ. 41. 6· πρ. τινί τι, exprobare alicui aliquid, Πλούτ. 2. 401Β· ἀπολ., Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσιν» 1. 8, Διον. Ἁλ. 7. 46.
|lstext='''προσεγκᾰλέω''': ἐγκαλῶ, κατηγορῶ [[προσέτι]], πρ. ὅτι... Διόδ. 14. 17· ὡς... Δίων Κ. 41. 6· πρ. τινί τι, exprobare alicui aliquid, Πλούτ. 2. 401Β· ἀπολ., Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσιν» 1. 8, Διον. Ἁλ. 7. 46.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />accuser en outre, faire en outre des reproches : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐγκαλέω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγκᾰλέω Medium diacritics: προσεγκαλέω Low diacritics: προσεγκαλέω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΚΑΛΕΩ
Transliteration A: prosenkaléō Transliteration B: prosenkaleō Transliteration C: prosegkaleo Beta Code: prosegkale/w

English (LSJ)

   A accuse besides, ὅτι . . D.S.14.17; ὡς . . D.C.41.6: c. dat. et part., Plu.2.401b: abs., Alex.146.8, D.H.7.46, Gal.UP5.4: prov., οἱ φῶρες -καλοῦσι 'Satan rebuking sin', Lib.Ep.1134.1.

German (Pape)

[Seite 757] (s. καλέω), noch dazu anklagen, beschuldigen, vorwerfen; τινί τι, D. Cass. 41, 6; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσεγκᾰλέω: ἐγκαλῶ, κατηγορῶ προσέτι, πρ. ὅτι... Διόδ. 14. 17· ὡς... Δίων Κ. 41. 6· πρ. τινί τι, exprobare alicui aliquid, Πλούτ. 2. 401Β· ἀπολ., Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσιν» 1. 8, Διον. Ἁλ. 7. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accuser en outre, faire en outre des reproches : τινι à qqn.
Étymologie: πρός, ἐγκαλέω.