προστυγχάνω: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προστυγχάνω''': [[λαμβάνω]], [[μερίδιον]], ἐκ..., [[ἐπιτυγχάνω]], προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην [[μετὰ]] σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν [[ἀκτήν]], Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ τι, [[ἐπιτυγχάνω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. [[ἑκάστοτε]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, [[αὐτόθι]] 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. [[παρατυγχάνω]]. | |lstext='''προστυγχάνω''': [[λαμβάνω]], [[μερίδιον]], ἐκ..., [[ἐπιτυγχάνω]], προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην [[μετὰ]] σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν [[ἀκτήν]], Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ τι, [[ἐπιτυγχάνω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. [[ἑκάστοτε]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, [[αὐτόθι]] 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. [[παρατυγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προστεύξομαι, <i>ao.2</i> προσέτυχον;<br /><b>1</b> s’offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] προστυχοῦντος PLUT selon l’occurrence, à l’improviste;<br /><b>2</b> obtenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A obtain one's share of, and generally, obtain, προστυχόντι τῶν ἴσων S.Ph.552; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών Id.El.1463: c. dat., meet with, hit upon, Pl.Lg.844b, 893e, Plt.262b, Sph.246b. 2 of events, befall one, κακότας π. τινί Pi.Fr.42.5. 3 = πρόσειμι, φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα Sor.1.58. 4 abs., ὁ προστυγχάνων the first person one meets, anybody, Pl.Lg.914b; πᾶς ὁ π. ib. 808e; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες Th.1.97; ὁ προστυχὼν Φρύξ Herod.3.36: so in neut., τὰ προστυχόντα ξένια whatever fare there was, E.Alc.754; ἐρρύφεον τὸ προστυχόν anything that came handy, Hp.Acut.39; but τὸ προστυχόν casualness, Pl.Ti.34c; πράξει τὸ π. ἑκάστοτε will act offhand, Id.Lg.962c; ἐκ τοῦ προστυχόντος offhand, ex tempore, Plu.2.150d, 407b; so κατὰ τὸ π. D.H.7.1.
German (Pape)
[Seite 784] (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.
Greek (Liddell-Scott)
προστυγχάνω: λαμβάνω, μερίδιον, ἐκ..., ἐπιτυγχάνω, προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν ἀκτήν, Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, ἐπιτυγχάνω τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. ἑκάστοτε ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· ὡσαύτως ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, αὐτόθι 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. παρατυγχάνω.
French (Bailly abrégé)
f. προστεύξομαι, ao.2 προσέτυχον;
1 s’offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; ἐκ τοῦ προστυχοῦντος PLUT selon l’occurrence, à l’improviste;
2 obtenir, gén..
Étymologie: πρός, τυγχάνω.