προσράπτω: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἐπιρράπτω]], τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· τί τινι Διογ. Λ. 6. 91· τρίβωνες προσερραμμένοι, «ἐμβαλωμένοι», Πλουτ. Ἀγησ. 30. | |lstext='''προσράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἐπιρράπτω]], τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· τί τινι Διογ. Λ. 6. 91· τρίβωνες προσερραμμένοι, «ἐμβαλωμένοι», Πλουτ. Ἀγησ. 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=coudre à : [[τί]] τινι une ch. à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ῥάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. impf. ποτιρράπτεσκον prob. in Eratosth.9:—
A stitch or sew on, τι πρός τι Hp.Art.62; τί τινι Sor.Fasc.42, D.L.6.91:—Pass., Hp.Cord.4, J.AJ3.7.5, Sor.Fasc.41; τρίβωνες προσερραμμένοι patched . ., Plu.Ages.30.
German (Pape)
[Seite 779] darauflicken, annähen, ansetzen; Plut. Agesil. 30; D. C. 72, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσράπτω: μέλλ. -ψω, ἐπιρράπτω, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· τί τινι Διογ. Λ. 6. 91· τρίβωνες προσερραμμένοι, «ἐμβαλωμένοι», Πλουτ. Ἀγησ. 30.
French (Bailly abrégé)
coudre à : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ῥάπτω.