ῥυτίς: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠτίς''': -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κυρίως]] τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας [[αὐτόθι]] 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε [[ῥύομαι]])· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726].
|lstext='''ῥῠτίς''': -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κυρίως]] τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας [[αὐτόθι]] 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε [[ῥύομαι]])· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pli de la peau, ride.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτίς Medium diacritics: ῥυτίς Low diacritics: ρυτίς Capitals: ΡΥΤΙΣ
Transliteration A: rhytís Transliteration B: rhytis Transliteration C: rytis Beta Code: r(uti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Aeol. βρῠτίς (q.v.),

   A pucker, wrinkle, Ar.Pl.1051, Pl. Smp.190e, 191a.

German (Pape)

[Seite 854] ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔκκαιρος μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτίς: -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κυρίως τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας αὐτόθι 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε ῥύομαι)· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pli de la peau, ride.
Étymologie: ῥύομαι.