σκανδαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκανδᾰλίζω''': [[κάμνω]] νὰ προσκόψῃ τις, [[ἐμβάλλω]] εἰς πειρασμόν, ἢ [[πειράζω]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 29, ιζ΄, 27, κτλ. - Παθητ., [[προσκόπτω]], σκανδαλίζομαι, πειράζομαι [[αὐτόθι]] κϚ΄, 33, κτλ.· ἔν τινι [[αὐτόθι]] ια΄, 6, κϚ΄, 31, κτλ.· ἀπὸ πίστεως Ἐκκλ.
|lstext='''σκανδᾰλίζω''': [[κάμνω]] νὰ προσκόψῃ τις, [[ἐμβάλλω]] εἰς πειρασμόν, ἢ [[πειράζω]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 29, ιζ΄, 27, κτλ. - Παθητ., [[προσκόπτω]], σκανδαλίζομαι, πειράζομαι [[αὐτόθι]] κϚ΄, 33, κτλ.· ἔν τινι [[αὐτόθι]] ια΄, 6, κϚ΄, 31, κτλ.· ἀπὸ πίστεως Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=causer du scandale, scandaliser ; <i>Pass.</i> être scandalisé, être offensé.<br />'''Étymologie:''' [[σκάνδαλον]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδαλίζω Medium diacritics: σκανδαλίζω Low diacritics: σκανδαλίζω Capitals: ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΩ
Transliteration A: skandalízō Transliteration B: skandalizō Transliteration C: skandalizo Beta Code: skandali/zw

English (LSJ)

   A cause to stumble, give offence or scandal to any one, τινα Ev.Matt.5.29, 17.27, etc.:— Pass., to be made to stumble, take offence, ib.26.33, etc.; ἔν τινι LXX Si.9.5, al., Ev.Matt.11.6, 26.31, etc.

German (Pape)

[Seite 889] einen Anstoß, ein Aergerniß geben, verursachen, N. T. u. K. S.; auch pass., ὃς ἂν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί, Matth. 11, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδᾰλίζω: κάμνω νὰ προσκόψῃ τις, ἐμβάλλω εἰς πειρασμόν, ἢ πειράζω, τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 29, ιζ΄, 27, κτλ. - Παθητ., προσκόπτω, σκανδαλίζομαι, πειράζομαι αὐτόθι κϚ΄, 33, κτλ.· ἔν τινι αὐτόθι ια΄, 6, κϚ΄, 31, κτλ.· ἀπὸ πίστεως Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

causer du scandale, scandaliser ; Pass. être scandalisé, être offensé.
Étymologie: σκάνδαλον.