σπουδαστός: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ [[μετὰ]] σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ [[μετὰ]] ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
|lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ [[μετὰ]] σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ [[μετὰ]] ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d’être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστός Medium diacritics: σπουδαστός Low diacritics: σπουδαστός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: spoudastós Transliteration B: spoudastos Transliteration C: spoudastos Beta Code: spoudasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.