σιτηγός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτηγός''': -όν, (ἄγω) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13. | |lstext='''σῑτηγός''': -όν, (ἄγω) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui sert au transport du blé <i>ou</i> des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, (ἄγω)
A = σιταγωγός, σ. πλοῖα D.50.20, D.S.20.5; σ. τι (sc. πλοῖον) PCair.Zen.31.2 (iii B.C.); τὰ σ. (sc. πλοῖα) Plu. Galb.13.
German (Pape)
[Seite 885] = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηγός: -όν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui sert au transport du blé ou des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.