σκυτεύς: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτεύς''': έως, ὁ, ([[σκῦτος]]) = [[σκυτοτόμος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, Πλάτ. Γοργ. 491Α, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, κτλ.
|lstext='''σκῡτεύς''': έως, ὁ, ([[σκῦτος]]) = [[σκυτοτόμος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, Πλάτ. Γοργ. 491Α, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />tout ouvrier travaillant le cuir, <i>particul.</i> cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκῦτος]].
}}
}}