συγκλίνω: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] τι εἰς τὸ αὐτό, [[συνευνάζω]]. ― Παθ., κατακλίνομαι, [[πλαγιάζω]] μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 107. | |lstext='''συγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] τι εἰς τὸ αὐτό, [[συνευνάζω]]. ― Παθ., κατακλίνομαι, [[πλαγιάζω]] μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 107. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A lay together:—Pass., lie with, [γυναικί] Hdt.2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται E.Alc.1090. 2 intr. in Act., lean, incline, ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4. II inflect similarly, A.D.Synt.102.11. III συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος,= συγκεκαμμένου (which is v.l.), Hp.Art.60.
German (Pape)
[Seite 968] (s. κλίνω), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλίνω: [ῑ], κλίνω τι εἰς τὸ αὐτό, συνευνάζω. ― Παθ., κατακλίνομαι, πλαγιάζω μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» ὁμοῦ, Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. κλίνω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 107.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κλίνω.