ὑπερδιατείνομαι: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερδιατείνομαι''': διατείνομαι, [[ἀγωνίζομαι]] ὑπερμέτρως, Δημ. 770. 4, ὑπερδιατεινόμενος κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον 501, 3, Λουκ. Ἑρμότ. 25, κλπ. | |lstext='''ὑπερδιατείνομαι''': διατείνομαι, [[ἀγωνίζομαι]] ὑπερμέτρως, Δημ. 770. 4, ὑπερδιατεινόμενος κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον 501, 3, Λουκ. Ἑρμότ. 25, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire les plus grands efforts.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[διατείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1194] med., sich über die Maaßen anspannen, anstrengen; Dem. 25, 1; Luc. Hermot. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερδιατείνομαι: διατείνομαι, ἀγωνίζομαι ὑπερμέτρως, Δημ. 770. 4, ὑπερδιατεινόμενος κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον 501, 3, Λουκ. Ἑρμότ. 25, κλπ.