ὑάλινος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑάλῐνος''': -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος, Κόριννα 36· ἐκπώματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 74· σφραγὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 34· [[φιάλη]] Παυσ. 2. 27, 3, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ὑέλινος, η, ον, Ἀνθ. Π. 14. 52, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 3. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ὕαλος]] ἐν τέλει].
|lstext='''ὑάλῐνος''': -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος, Κόριννα 36· ἐκπώματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 74· σφραγὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 34· [[φιάλη]] Παυσ. 2. 27, 3, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ὑέλινος, η, ον, Ἀνθ. Π. 14. 52, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 3. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ὕαλος]] ἐν τέλει].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait de verre.<br />'''Étymologie:''' [[ὕαλος]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλῐνος Medium diacritics: ὑάλινος Low diacritics: υάλινος Capitals: ΥΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: hyálinos Transliteration B: hyalinos Transliteration C: yalinos Beta Code: u(a/linos

English (LSJ)

η, ον,

   A of crystal or glass, Corinn.42; ἐκπώματα Ar.Ach.74; σφραγίς IG22.1451.13; σκεύη Phld.Mort.39; φιάλαι SIG1106.153 (Cos. iv/iii B. C.), cf. Hp.Ep.16,PPetr.3p.113 (iii B. C.), Paus.2.27.3; ὑ. χρῶμα, = ferrugineus, Gloss.; hyalinum is expld. as vitreum, viridi colore, ib.: also ὑέλινος, η, ον, AP14.52, Ael.VH 13.3. [On the quantity, v. ὕαλος fin.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑάλῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος, Κόριννα 36· ἐκπώματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 74· σφραγὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 34· φιάλη Παυσ. 2. 27, 3, κλπ.· ὡσαύτως ὑέλινος, η, ον, Ἀνθ. Π. 14. 52, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 3. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de verre.
Étymologie: ὕαλος.