ὠχρότης: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠχρότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ ὠχροῦ, «κιτρινάδα», Πλάτ. Πολ. 474Ε· χρόας Λουκ. Ἱκαρομέν. 5· ἀντίθετ. τῷ [[μελανία]], Ἀριστ. Κατηγ. 8, 14· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετ. τῷ ἐρυθήματα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Κινήσεως 7, 12.
|lstext='''ὠχρότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ ὠχροῦ, «κιτρινάδα», Πλάτ. Πολ. 474Ε· χρόας Λουκ. Ἱκαρομέν. 5· ἀντίθετ. τῷ [[μελανία]], Ἀριστ. Κατηγ. 8, 14· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετ. τῷ ἐρυθήματα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Κινήσεως 7, 12.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />pâleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχρότης Medium diacritics: ὠχρότης Low diacritics: ωχρότης Capitals: ΩΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: ōchrótēs Transliteration B: ōchrotēs Transliteration C: ochrotis Beta Code: w)xro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A pallor, Pl.R.474e; χρόας Luc.Icar.5; opp. μελανία, Arist.Cat.9b22: pl., Plu.2.84e; opp. ἐρυθήματα, Arist.MA 701b31.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχρότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ ὠχροῦ, «κιτρινάδα», Πλάτ. Πολ. 474Ε· χρόας Λουκ. Ἱκαρομέν. 5· ἀντίθετ. τῷ μελανία, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 14· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετ. τῷ ἐρυθήματα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Κινήσεως 7, 12.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
pâleur.
Étymologie: ὠχρός.