συγκαθέλκω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαθέλκω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]])· - [[καθέλκω]] [[ὁμοῦ]], [[συγκαταβιβάζω]], μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614. | |lstext='''συγκαθέλκω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]])· - [[καθέλκω]] [[ὁμοῦ]], [[συγκαταβιβάζω]], μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> συγκαθείλκυσα;<br />entraîner avec <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθέλκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A drag down with or together, fut. Pass. ξυγκαθελκυσθήσεται A.Th.614.
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἕλκω) mit od. zusammen herunterziehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· - καθέλκω ὁμοῦ, συγκαταβιβάζω, μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.
French (Bailly abrégé)
ao. συγκαθείλκυσα;
entraîner avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, καθέλκω.