χειραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρᾰγωγός''': -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
|lstext='''χειρᾰγωγός''': -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui conduit par la main ; ὁ <i>ou</i> ἡ [[χειραγωγός]] PLUT guide, conducteur, conductrice.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἄγω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρᾰγωγός Medium diacritics: χειραγωγός Low diacritics: χειραγωγός Capitals: ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: cheiragōgós Transliteration B: cheiragōgos Transliteration C: cheiragogos Beta Code: xeiragwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A leading, guiding, χ. ἀρχή Supp.Epigr.8.464 (Egypt).    2 Subst., leader, guide, ἔχει . . χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. Act.Ap.13.11, Plu.2.794d: τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.Or.61.4.

German (Pape)

[Seite 1344] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit par la main ; ὁ ouχειραγωγός PLUT guide, conducteur, conductrice.
Étymologie: χείρ, ἄγω.