χερνίπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χερνίπτομαι''': μέλλ. -ψομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 622. - Μέσ.· ([[χείρ]], [[νίζω]]). Νίπτω τὰ χεῖράς μου δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, [[μάλιστα]] πρὸ τῆς θυσίας, χερνίψαντο δ’ [[ἔπειτα]] Ἰλ. Α. 449· [[αὐτός]] τε χερνίπτου Ἀριστοφ. Εἰρ. 961· ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Λυσί. 108. 1, πρβλ. Δημ. 505. 14. 2) [[ῥαντίζω]] δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, [[καθαρίζω]], ἐξαγνίζω ἢ καθιερῶ δι’ [[αὐτοῦ]], χαίτην Εὐρ. Ι. Τ. 607. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. χερνίπτω, [[θυσιάζω]], μόνον ἐν Λυκόφρ. 184. - Παθητ. χερνιφθείς, καθιερωθείς, ἀφιερωθείς, Ἀνθ. Π. 6. 156.
|lstext='''χερνίπτομαι''': μέλλ. -ψομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 622. - Μέσ.· ([[χείρ]], [[νίζω]]). Νίπτω τὰ χεῖράς μου δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, [[μάλιστα]] πρὸ τῆς θυσίας, χερνίψαντο δ’ [[ἔπειτα]] Ἰλ. Α. 449· [[αὐτός]] τε χερνίπτου Ἀριστοφ. Εἰρ. 961· ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Λυσί. 108. 1, πρβλ. Δημ. 505. 14. 2) [[ῥαντίζω]] δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, [[καθαρίζω]], ἐξαγνίζω ἢ καθιερῶ δι’ [[αὐτοῦ]], χαίτην Εὐρ. Ι. Τ. 607. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. χερνίπτω, [[θυσιάζω]], μόνον ἐν Λυκόφρ. 184. - Παθητ. χερνιφθείς, καθιερωθείς, ἀφιερωθείς, Ἀνθ. Π. 6. 156.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> χερνίψομαι, <i>ao.</i> ἐχερνιψάμην, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se laver les mains avec l’eau lustrale avant le sacrifice;<br /><b>2</b> laver <i>ou</i> purifier avec l’eau lustrale, acc..<br />'''Étymologie:''' [[χέρνιψ]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερνίπτομαι Medium diacritics: χερνίπτομαι Low diacritics: χερνίπτομαι Capitals: ΧΕΡΝΙΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: cherníptomai Transliteration B: cherniptomai Transliteration C: cherniptomai Beta Code: xerni/ptomai

English (LSJ)

fut.

   A -ψομαι E.IT622: Med.: (χείρ, νίζω):—wash one's hands with holy water, esp. before sacrifice, χερνίψαντο δ' ἔπειτα Il.1.449; αὐτός γε χερνίπτου Ar.Pax961; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys.6.52.    2 sprinkle with holy water, purify or dedicate thereby, χαίτην E.l.c.    II Act. χερνίπτω, sacrifice, only Lyc.184:—aor. Pass. χερνιφθείς dedicated, AP6.156 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 1350] med., sich die Hände mit Weihwasser waschen, was bes. vor dem Opfern geschah; χερνίψαντο Il. 1, 449; mit Weihwasser besprengen, dadurch reinigen u. weihen, χαίτην ἀμφὶ σὴν χερνίψομαι Eur. I. T. 607, wie Ar. Pax 926 beim Opfer; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys. 6, 52; bei Theodor. 6 (VI, 156) ist χερνιφθέντα nicht recht klar, ob es pass. od. akt. zu nehmen, es scheint aber »geweiht« zu bedeuten, wie Lycophr. 184 das act. für »opfern« braucht.

Greek (Liddell-Scott)

χερνίπτομαι: μέλλ. -ψομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 622. - Μέσ.· (χείρ, νίζω). Νίπτω τὰ χεῖράς μου δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, μάλιστα πρὸ τῆς θυσίας, χερνίψαντο δ’ ἔπειτα Ἰλ. Α. 449· αὐτός τε χερνίπτου Ἀριστοφ. Εἰρ. 961· ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Λυσί. 108. 1, πρβλ. Δημ. 505. 14. 2) ῥαντίζω δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, καθαρίζω, ἐξαγνίζω ἢ καθιερῶ δι’ αὐτοῦ, χαίτην Εὐρ. Ι. Τ. 607. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. χερνίπτω, θυσιάζω, μόνον ἐν Λυκόφρ. 184. - Παθητ. χερνιφθείς, καθιερωθείς, ἀφιερωθείς, Ἀνθ. Π. 6. 156.

French (Bailly abrégé)

f. χερνίψομαι, ao. ἐχερνιψάμην, pf. inus.
1 se laver les mains avec l’eau lustrale avant le sacrifice;
2 laver ou purifier avec l’eau lustrale, acc..
Étymologie: χέρνιψ.