συγχύνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχύνω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ [[μᾶλλον]] ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22. | |lstext='''συγχύνω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ [[μᾶλλον]] ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[συγχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A confound, by reasoning, Act.Ap.9.22:—Pass., A.D. Pron.104.12.
German (Pape)
[Seite 972] sp. Form für συγχέω, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συγχύνω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
French (Bailly abrégé)
c. συγχέω.