σόβητρον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σόβητρον''': τό, ῥιπίδιον δι’ οὗ ἀποδιώκουσι τὰς μυίας, «ξεμυιγιαστῆρι», [[οὐρά]], σ. τῶν ἐπιποτωμένων Φίλων 2. 428. | |lstext='''σόβητρον''': τό, ῥιπίδιον δι’ οὗ ἀποδιώκουσι τὰς μυίας, «ξεμυιγιαστῆρι», [[οὐρά]], σ. τῶν ἐπιποτωμένων Φίλων 2. 428. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />chasse-mouches.<br />'''Étymologie:''' [[σοβέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A fly-flap, οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων v.l. for σόβησις in Ph.2.428.
German (Pape)
[Seite 912] τό, Mittel zum Verscheuchen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
σόβητρον: τό, ῥιπίδιον δι’ οὗ ἀποδιώκουσι τὰς μυίας, «ξεμυιγιαστῆρι», οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων Φίλων 2. 428.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chasse-mouches.
Étymologie: σοβέω.