συγκρύπτω: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκρύπτω''': [[συγκαλύπτω]], [[καλύπτω]] ἐντελῶς, ὅπλοις [[δέμας]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 721· [[κρύπτω]] παντελῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, Εὐρ. Ι. Τ. 1052, Ἀποσπ. 684, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 40, Δημ. 23. 29· πενίαν Ἄμφις ἐν «Ἐρίθοις» 1· τῷ λόγῳ σ. τι Δημ. 1446. 8 [[ἔνθα]] ὁ Schäfer συγκρύψεται)· δυσμένειαν Πλουτ. Γάλβ. 18. ΙΙ. συντελῶ, συνεργῶ εἰς ἀπόκρυψιν, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Ἀνδοκ. 9. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 19, Ἰσοκρ. 37Ε, 362Β. | |lstext='''συγκρύπτω''': [[συγκαλύπτω]], [[καλύπτω]] ἐντελῶς, ὅπλοις [[δέμας]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 721· [[κρύπτω]] παντελῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, Εὐρ. Ι. Τ. 1052, Ἀποσπ. 684, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 40, Δημ. 23. 29· πενίαν Ἄμφις ἐν «Ἐρίθοις» 1· τῷ λόγῳ σ. τι Δημ. 1446. 8 [[ἔνθα]] ὁ Schäfer συγκρύψεται)· δυσμένειαν Πλουτ. Γάλβ. 18. ΙΙ. συντελῶ, συνεργῶ εἰς ἀπόκρυψιν, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Ἀνδοκ. 9. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 19, Ἰσοκρ. 37Ε, 362Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> cacher entièrement;<br /><b>2</b> cacher avec : [[τί]] τινι aider qqn à cacher qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A cover up or completely, [ὅπλοις] δέμας E.Heracl.721; conceal, Hp.Fract.20, E.IT1052, Fr.683, X.Cyr.8.1.40, D.2.20; πενίαν Amphis 17; τῷ λόγῳ σ. τι D.Prooem.37 (συγκρύψεται Schäfer); δυσμένειαν Plu.Galb.18. II join or help in concealing, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν And.1.67, cf. Antipho 2.3.4, Isoc.3.53, 17.18, Men.Sam. 93, SIG360.16 (Chersonesus, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 970] ringsum verdecken, Eur. Heracl. 721; verhehlen, Antiph. 2 γ 4; Isocr. 3, 53; Dem. 2, 70; Sp., wie Luc. D. Mar. 13, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρύπτω: συγκαλύπτω, καλύπτω ἐντελῶς, ὅπλοις δέμας Εὐρ. Ἡρακλ. 721· κρύπτω παντελῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, Εὐρ. Ι. Τ. 1052, Ἀποσπ. 684, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 40, Δημ. 23. 29· πενίαν Ἄμφις ἐν «Ἐρίθοις» 1· τῷ λόγῳ σ. τι Δημ. 1446. 8 ἔνθα ὁ Schäfer συγκρύψεται)· δυσμένειαν Πλουτ. Γάλβ. 18. ΙΙ. συντελῶ, συνεργῶ εἰς ἀπόκρυψιν, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Ἀνδοκ. 9. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 19, Ἰσοκρ. 37Ε, 362Β.
French (Bailly abrégé)
1 cacher entièrement;
2 cacher avec : τί τινι aider qqn à cacher qch.
Étymologie: σύν, κρύπτω.