συγκρύπτω

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρύπτω Medium diacritics: συγκρύπτω Low diacritics: συγκρύπτω Capitals: ΣΥΓΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synkrýptō Transliteration B: synkryptō Transliteration C: sygkrypto Beta Code: sugkru/ptw

English (LSJ)

A cover up or completely, [ὅπλοις] δέμας E.Heracl.721; conceal, Hp.Fract.20, E.IT1052, Fr.683, X.Cyr.8.1.40, D.2.20; πενίαν Amphis 17; τῷ λόγῳ σ. τι D. Prooem. 37 (συγκρύψεται Schäfer); δυσμένειαν Plu.Galb.18.
II join or help in concealing, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν And.1.67, cf. Antipho 2.3.4, Isoc.3.53, 17.18, Men.Sam. 93, SIG360.16 (Chersonesus, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 970] ringsum verdecken, Eur. Heracl. 721; verhehlen, Antiph. 2 γ 4; Isocr. 3, 53; Dem. 2, 70; Sp., wie Luc. D. Mar. 13, 2.

French (Bailly abrégé)

1 cacher entièrement;
2 cacher avec : τί τινι aider qqn à cacher qch.
Étymologie: σύν, κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κρύπτω (geheel) verbergen. συνέκρυπτεν … τὴν δυσμένειαν αὐτῶν (het feit dat er geen openlijke opstand was) maskeerde hun rancune Plut. Galb. 18.6; συγκρύπτεις τι πρός με je verbergt iets voor me Men. Sam. 308. samen met... verbergen, iem. helpen te verbergen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκρύπτω:
1 закрывать целиком (τοῖς ὅπλοις δέμας Eur.);
2 скрывать, утаивать, прятать (sc. ἐνδεές τι Xen.; τὰ τοιαῦτ᾽ ὀνείδη Dem.; πολλὰ τῶν ἁμαρτημάτων Arst.);
3 помогать скрыть, содействовать в сокрытии (τοῖς ἁμαρτάνουσιν Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκρύπτω: συγκαλύπτω, καλύπτω ἐντελῶς, ὅπλοις δέμας Εὐρ. Ἡρακλ. 721· κρύπτω παντελῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, Εὐρ. Ι. Τ. 1052, Ἀποσπ. 684, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 40, Δημ. 23. 29· πενίαν Ἄμφις ἐν «Ἐρίθοις» 1· τῷ λόγῳ σ. τι Δημ. 1446. 8 ἔνθα ὁ Schäfer συγκρύψεται)· δυσμένειαν Πλουτ. Γάλβ. 18. ΙΙ. συντελῶ, συνεργῶ εἰς ἀπόκρυψιν, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Ἀνδοκ. 9. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 19, Ἰσοκρ. 37Ε, 362Β.

Greek Monolingual

Α κρύπτω
1. σκεπάζω κάτι εντελώς
2. κρύβω εντελώς, αποκρύπτω
3. συντελώ σε απόκρυψη.

Greek Monotonic

συγκρύπτω: μέλ. -ψω, συγκαλύπτω, κουκουλώνω ή καλύπτω εντελώς, σε Ευρ.· αποκρύπτω πλήρως, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ψω
to cover up or completely, Eur.:— to conceal utterly, Eur., Xen., etc.