συγκριτικός: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκρῐτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύγκρισιν ἢ σχηματισμὸν συνθέτου σώματος, ἀντίθετ. τῷ [[διακριτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 282Β κἑξ., Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 21· ἡ συγκριτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Β, C. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς σύγκρισιν ἀνήκων, Πλούτ. 2. 616D· ὁ [[συγκριτικός]] (ἐξυπακ. [[τρόπος]]), ὁ συγκριτικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 677D, Γραμμ.· τὰ συγκριτικὰ (ἐξυπακ. ὀνόματα) Γρηγ. Κορίνθ. σ. 110. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 75. | |lstext='''συγκρῐτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύγκρισιν ἢ σχηματισμὸν συνθέτου σώματος, ἀντίθετ. τῷ [[διακριτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 282Β κἑξ., Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 21· ἡ συγκριτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Β, C. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς σύγκρισιν ἀνήκων, Πλούτ. 2. 616D· ὁ [[συγκριτικός]] (ἐξυπακ. [[τρόπος]]), ὁ συγκριτικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 677D, Γραμμ.· τὰ συγκριτικὰ (ἐξυπακ. ὀνόματα) Γρηγ. Κορίνθ. σ. 110. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui compare <i>ou</i> sert à comparer ; ὁ [[συγκριτικός]] ([[τρόπος]]) le comparatif <i>t. de gramm.</i><br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for compounding, opp. διακριτικός, τμῆμα Pl.Plt.282c, cf. Arist. Top.107b30; λευκὸν μὲν τὸ διακριτικὸν μέλαν δὲ τὸ σ. Thphr.Sens.86: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl. l.c. b,c. II comparative, ὑπόθεσις Plu.2.616d; τὰ σ. (sc. ὀνόματα) comparative degree of adjectives, D.T.635.9, Plu.2.677d, A.D.Synt.58.28. Adv. -κῶς D.L.9.75. III = μετασυγκριτικός, φάρμακα, opp. χαλαστικά, Gal.2.343: τὰ σ., title of work by Thessalus, Id.10.7.
German (Pape)
[Seite 969] ή, όν, zusammensetzend, verbindend, Ggstz διακριτικός, Plat. Polit. 282 b, öfter, – vergleichend, διήγημα Hermogen. progymn. 2; ὁ συγκρ., mit u. ohne τρόπος, der Comparativ, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρῐτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύγκρισιν ἢ σχηματισμὸν συνθέτου σώματος, ἀντίθετ. τῷ διακριτικός, Πλάτ. Πολιτ. 282Β κἑξ., Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 21· ἡ συγκριτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Β, C. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς σύγκρισιν ἀνήκων, Πλούτ. 2. 616D· ὁ συγκριτικός (ἐξυπακ. τρόπος), ὁ συγκριτικὸς βαθμός, αὐτόθι 677D, Γραμμ.· τὰ συγκριτικὰ (ἐξυπακ. ὀνόματα) Γρηγ. Κορίνθ. σ. 110. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 75.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui compare ou sert à comparer ; ὁ συγκριτικός (τρόπος) le comparatif t. de gramm.
Étymologie: συγκρίνω.