συμφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφράδμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[σύμβουλος]], αἲ γάρ… τοιοῦτοι [[δέκα]] μοι συμφράδμονες [[εἶεν]] Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, [[ἵσταται]] ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.
|lstext='''συμφράδμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[σύμβουλος]], αἲ γάρ… τοιοῦτοι [[δέκα]] μοι συμφράδμονες [[εἶεν]] Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, [[ἵσταται]] ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui délibère avec, conseiller.<br />'''Étymologie:''' [[συμφράζω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφράδμων Medium diacritics: συμφράδμων Low diacritics: συμφράδμων Capitals: ΣΥΜΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: symphrádmōn Transliteration B: symphradmōn Transliteration C: symfradmon Beta Code: sumfra/dmwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A one who joins in considering, counsellor, αἲ γὰρ . . τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372; σ. θέσθαι τινά Call.Aet.3.1.28, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112.    II harmonious, in accord, κανόνες σ. αὐλῶν AP9.365 (Jul.); θυμός A.R.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 992] ονος, ὁ, ἡ, mitrathend, mit gutem Rathe beistehend, αἲ γὰρ τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il. 2, 372, u. sp. D., wie Iulian. rex 2 (IX, 365).

Greek (Liddell-Scott)

συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ, σύμβουλος, αἲ γάρ… τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, ἵσταται ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui délibère avec, conseiller.
Étymologie: συμφράζω.