συμβίωσις: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβίωσις''': ἡ, τὸ ζῆν μετά τινος, [[συνδιαίτησις]], συνδιαμονή, Πολύβ. 5. 81, 2, Κικ. πρ. Ἀττ. 13, 23, κτλ.· μετά τινος Πολύβ. 32. 11, 10· ἐπὶ βίου ἐγγάμου, Διόδ. 4. 54, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1433, κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[συμβία]], [[αὐτόθι]] 5006.
|lstext='''συμβίωσις''': ἡ, τὸ ζῆν μετά τινος, [[συνδιαίτησις]], συνδιαμονή, Πολύβ. 5. 81, 2, Κικ. πρ. Ἀττ. 13, 23, κτλ.· μετά τινος Πολύβ. 32. 11, 10· ἐπὶ βίου ἐγγάμου, Διόδ. 4. 54, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1433, κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[συμβία]], [[αὐτόθι]] 5006.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />vie en commun, camaraderie, intimité.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιόω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐωσις Medium diacritics: συμβίωσις Low diacritics: συμβίωσις Capitals: ΣΥΜΒΙΩΣΙΣ
Transliteration A: symbíōsis Transliteration B: symbiōsis Transliteration C: symviosis Beta Code: sumbi/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A living with, companionship, Plb.5.81.2, etc.; μετά τινος Id.31.25.10; μετὰ φίλων Phld.Ir.p.78 W.; σ. θεοῦ ἔχειν LXX Wi.8.3; of wedded life, D.S.4.54, IG5(1).578.12 (Sparta), 1390.8 (Andania, i B.C.), BGU1102.10 (i B.C.), Vett.Val.1.17, etc.; περὶ γυναικὸς συμβιώσεως, title of work by Antipater of Tarsus, Stoic.3.254.    2 good fellowship, camaraderie, Cic.Att.13.23.1.    II club, society, JHS54.75 (Smyrna), IG5(1).813 (loc. incert.).

German (Pape)

[Seite 978] ἡ, das Zugleich- od. Zusammenleben, die gesellschaftliche Verbindung, Pol. 5, 81, 2; μετά τινος, 32, 11, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμβίωσις: ἡ, τὸ ζῆν μετά τινος, συνδιαίτησις, συνδιαμονή, Πολύβ. 5. 81, 2, Κικ. πρ. Ἀττ. 13, 23, κτλ.· μετά τινος Πολύβ. 32. 11, 10· ἐπὶ βίου ἐγγάμου, Διόδ. 4. 54, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1433, κ. ἀλλ. ΙΙ. = συμβία, αὐτόθι 5006.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vie en commun, camaraderie, intimité.
Étymologie: συμβιόω.