συνδιαταλαιπωρέω: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιατᾰλαιπωρέω''': [[ὑπομένω]] ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.
|lstext='''συνδιατᾰλαιπωρέω''': [[ὑπομένω]] ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être également malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διά]], [[ταλαιπωρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Low diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syndiatalaipōréō Transliteration B: syndiatalaipōreō Transliteration C: syndiatalaiporeo Beta Code: sundiatalaipwre/w

English (LSJ)

   A endure hardship with or together, Pl.Cri. 45d.

German (Pape)

[Seite 1008] mit oder zugleich Mühsal, Unglück überstehen, Plat. Crit. 45 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατᾰλαιπωρέω: ὑπομένω ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être également malheureux.
Étymologie: σύν, διά, ταλαιπωρέω.