τροπαία: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροπαία''': (ἐξυπακ. [[πνοή]]), ἡ, ἡ ἐναντία [[πνοή]], πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς θαλάσσης πρὸς τὴν ξηράν, ἀντίθετον τῷ ἀπογεία, ἥτις ἦτο πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 950, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 5 καὶ 40, Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 31 καὶ 53· tropaei (venti) παρὰ Πλινίῳ 2. 44, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 314. ΙΙ. μεταφορ., λήματος, φρενὸς [[τροπαία]], [[μετατροπή]], μεταβολὴ τῶν διαθέσεων καὶ τῶν φρονημάτων τινός, Αἰσχύλ. Θηβ. 706, Ἀγ. 219, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf.· [[ἀλλά]], τρ. κακῶν, μεταβολλή, ἀπαλλαγὴ ἀπό..., ὁ αὐτ. ἐν Χο. 775. | |lstext='''τροπαία''': (ἐξυπακ. [[πνοή]]), ἡ, ἡ ἐναντία [[πνοή]], πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς θαλάσσης πρὸς τὴν ξηράν, ἀντίθετον τῷ ἀπογεία, ἥτις ἦτο πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 950, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 5 καὶ 40, Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 31 καὶ 53· tropaei (venti) παρὰ Πλινίῳ 2. 44, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 314. ΙΙ. μεταφορ., λήματος, φρενὸς [[τροπαία]], [[μετατροπή]], μεταβολὴ τῶν διαθέσεων καὶ τῶν φρονημάτων τινός, Αἰσχύλ. Θηβ. 706, Ἀγ. 219, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf.· [[ἀλλά]], τρ. κακῶν, μεταβολλή, ἀπαλλαγὴ ἀπό..., ὁ αὐτ. ἐν Χο. 775. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[τροπαῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
(sc. πνοή), ἡ,
A an alternating wind, esp. one which blows back from sea to land, opp. ἀπογεία, Arist.Pr.940b22, 945a6, Thphr. Vent.31,53; tropaei (venti), Plin.HN2.114; τ. is said to have meant ἡ ἐναντία πνοή in S.Fr.1103 (where τριπαία, τρίπαια, τριπαῖα codd.). II metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία, a change in the spirit of one's heart or mind, A.Th.706, Ag.219 (both lyr.); but τ. κακῶν a change from, release from... Id.Ch.775.
Greek (Liddell-Scott)
τροπαία: (ἐξυπακ. πνοή), ἡ, ἡ ἐναντία πνοή, πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς θαλάσσης πρὸς τὴν ξηράν, ἀντίθετον τῷ ἀπογεία, ἥτις ἦτο πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 950, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 5 καὶ 40, Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 31 καὶ 53· tropaei (venti) παρὰ Πλινίῳ 2. 44, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 314. ΙΙ. μεταφορ., λήματος, φρενὸς τροπαία, μετατροπή, μεταβολὴ τῶν διαθέσεων καὶ τῶν φρονημάτων τινός, Αἰσχύλ. Θηβ. 706, Ἀγ. 219, ἔνθα ἴδε Blomf.· ἀλλά, τρ. κακῶν, μεταβολλή, ἀπαλλαγὴ ἀπό..., ὁ αὐτ. ἐν Χο. 775.
French (Bailly abrégé)
v. τροπαῖος.